Κορυδαλλός

Κορυδαλλός
I
Αρχαίος δήμος της Αττικής που βρισκόταν, κατά τον Στράβωνα, στον λόφο του Κορυδαλλού, απέναντι από τη Σαλαμίνα. Ο δήμος αυτός ανήκε αρχικά στην Ιπποθοωντίδα φυλή και αργότερα στην Ατταλίδα. Οι κάτοικοί του ονομάζονταν Κορυδαλλείς.
II
Ονομασία δύο οικισμών.
1. Πόλη (υψόμ. 30 μ., 67.456 κάτ.) του νομού Αττικής, στο πολεοδομικό συγκρότημα του Πειραιά, του οποίου αποτελεί προάστιο. Αποτελεί τον δήμο Κ. της νομαρχίας Πειραιώς.
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 302 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της πόλης των Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μαλακασίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Κορυδαλλός — lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλός — Στρουθιόμορφο πτηνό της οικογένειας των κορυδαλλιδών. Η επιστημονική του ονομασία είναι Alauda arvensis. Το μήκος του σώματός του φτάνει έως περίπου 12 εκ., ενώ η ουρά του έχει μήκος 8 εκ. Το φτέρωμά του είναι γκρίζο καφέ στο επάνω μέρος του… …   Dictionary of Greek

  • κορυδαλλός — κορυδαλλίς lark masc nom sg κορυδαλλός lark masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κορυδαλλός — ο γένος πουλιών της οικογένειας των κορυδαλλιδών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • КОРИДАЛЛ —    • Κορύδαλλός,          см. Attica, Аттика, 1 …   Реальный словарь классических древностей

  • Κορυδαλλοῖς — Κορυδαλλός lark masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλοί — Κορυδαλλός lark masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλοῦ — Κορυδαλλός lark masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλῶ — Κορυδαλλός lark masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κορυδαλλῷ — Κορυδαλλός lark masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”